μνηστευτικός

μνηστευτικός
-ή, -ό (Α μνηστευτικός, -ή, -όν) [μνηστεύω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνηστεία ή αυτός που προέρχεται από τη μνηστεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”